Διοτρεφής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Diotrefis | |Transliteration C=Diotrefis | ||
|Beta Code=*diotrefh/s | |Beta Code=*diotrefh/s | ||
|Definition= | |Definition=Διοτρεφές, [[foster]]ed, [[cherish]]ed by [[Zeus]], βασιλῆες Il.2.196, Hes. ''Th.''82, etc.; αἰζηοί Il.2.660; also of the [[Scamander]], [[fed by rain]], 21.223. (Cf. [[Διειτρέφης]], [[Διειτρεφής]].) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
Διοτρεφές, fostered, cherished by Zeus, βασιλῆες Il.2.196, Hes. Th.82, etc.; αἰζηοί Il.2.660; also of the Scamander, fed by rain, 21.223. (Cf. Διειτρέφης, Διειτρεφής.)
Greek (Liddell-Scott)
Διοτρεφής: -ές, ὑπὸ τοῦ Διὸς τεθραμμένος, παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ εὐγενῶν, πρβλ. Διογενής· - ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, Ἰλ. Φ. 223, ἴσως εἶναι = διϊπερής, ὃ ἴδε. - Πρβλ. Διϊτρεφής.
English (Strong)
from the alternate of Ζεύς and τρέφω; Jove-nourished; Diotrephes, an opponent of Christianity: Diotrephes.
Greek Monotonic
Διοτρεφής: -ές (τρέφω), αναθρεμμένος από τον Δία, λέγεται για βασιλιάδες και ευγενείς, σε Όμηρ.