ήρης: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iris | |Transliteration C=iris | ||
|Beta Code=h)remh/rhs | |Beta Code=h)remh/rhs | ||
|Definition=an Adj. termin., < | |Definition=an Adj. termin.,<br><span class="bld">1</span> from [[ἀραρεῖν]], [[ἀραρίσκω]], as in [[θυμαρής]], [[φρενήρης]], [[χαλκήρης]], [[εὐήρης]].<br><span class="bld">2</span> from ἐρε- ([[ἐρέτης]]), as in [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]], [[τριήρης]], etc.<br><span class="bld">3</span> prob. from (ϝ) ηρ- (cf. [[ἦρα]] B) in pr.n. [[Περιήρης]], [[Διώρης]] (fr. [[Διοήρης]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ήρης''': ἐπίθετ. [[κατάληξις]]. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς [[φρενήρης]], ἐρίηρες, [[θυμαρής]]. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ ([[ἐρέσσω]]), ὡς | |lstext='''ήρης''': ἐπίθετ. [[κατάληξις]]. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, [[ἀραρίσκω]]) ὡς [[φρενήρης]], ἐρίηρες, [[θυμαρής]]. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ ([[ἐρέσσω]]), ὡς [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]]· [[τριήρης]], [[τετρήρης]], κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. [[διήρης]], Gr. Et. ἀρ. 492. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ήρης:''' [[κατάληξη]] επιθέτων.<br /><b class="num">1.</b> από το <i>ἀραρ-εῖν</i>, <i>ἀραρ-[[ίσκω]]</i>, όπως το [[ | |lsmtext='''ήρης:''' [[κατάληξη]] επιθέτων.<br /><b class="num">1.</b> από το <i>ἀραρ-εῖν</i>, <i>ἀραρ-[[ίσκω]]</i>, όπως το [[ἐριήρης]], <i>θυμ-ᾱρής</i>.<br /><b class="num">2.</b> από το <i>ἐρέσσω</i>, όπως το [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]], [[τριήρης]], κ.λπ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
an Adj. termin.,
1 from ἀραρεῖν, ἀραρίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.
2 from ἐρε- (ἐρέτης), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.
3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).
Greek (Liddell-Scott)
ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφήρης, ἁλιήρης· τριήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.
Greek Monotonic
ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐριήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρέσσω, όπως το ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, κ.λπ.