Φράγκος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της δυτικής Ευρώπης, [[χωρίς]] εθνολογική [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> Ρωμαιοκαθολικός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Φράγκοι</i><br />[[γερμανικός]] [[λαός]] που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη [[δεξιά]] όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Francus</i> «[[Γάλλος]]». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «[[ρωμαιοκαθολικός]], μη [[ορθόδοξος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φραγκο</i>-<i>κλησιά</i>, <i>φραγκό</i>-<i>παπας</i>), [[αλλά]] και με σημ. «[[ξένος]], μη [[ντόπιος]]», συν. σε κν. ονομ. ζώων και [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>φραγκό</i>-<i>κοτα</i>, <i>φραγκο</i>-<i>στάφυλο</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της δυτικής Ευρώπης, [[χωρίς]] εθνολογική [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> Ρωμαιοκαθολικός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Φράγκοι</i><br />[[γερμανικός]] [[λαός]] που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη [[δεξιά]] όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Francus</i> «[[Γάλλος]]». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «[[ρωμαιοκαθολικός]], μη [[ορθόδοξος]]» ([[πρβλ]]. [[φραγκοκλησιά]], [[φραγκόπαπας]]), [[αλλά]] και με σημ. «[[ξένος]], μη [[ντόπιος]]», συν. σε κν. ονομ. ζώων και [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[φραγκόκοτα]], [[φραγκοστάφυλο]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν
1. κάτοικος της δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση
2. Ρωμαιοκαθολικός
νεοελλ.
στον πληθ. οι Φράγκοι
γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Francus «Γάλλος». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «ρωμαιοκαθολικός, μη ορθόδοξος» (πρβλ. φραγκοκλησιά, φραγκόπαπας), αλλά και με σημ. «ξένος, μη ντόπιος», συν. σε κν. ονομ. ζώων και φυτών (πρβλ. φραγκόκοτα, φραγκοστάφυλο)].