κοινοδίκιον: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinodikion | |Transliteration C=koinodikion | ||
|Beta Code=koinodi/kion | |Beta Code=koinodi/kion | ||
|Definition=[ | |Definition=[δῐ], τό,<br><span class="bld">A</span> [[common court in which matters in dispute between different cities were settled]], ''GDI''5040.58 (Hierapytna); τῶν Κρηταιέων ''IG''12(3).254 (Anaphe); to be read for -[[δίκαιον]], Plb. 22.15.4.<br><span class="bld">2</span> in Egypt, [[court for disputes between Greeks and Egyptians]], PMagd.21.12, 23.9 (iii B.C., abbrev.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
[δῐ], τό,
A common court in which matters in dispute between different cities were settled, GDI5040.58 (Hierapytna); τῶν Κρηταιέων IG12(3).254 (Anaphe); to be read for -δίκαιον, Plb. 22.15.4.
2 in Egypt, court for disputes between Greeks and Egyptians, PMagd.21.12, 23.9 (iii B.C., abbrev.).
Greek (Liddell-Scott)
κοινοδίκιον: τό, κοινὸν δικαστήριον, ἐν ᾧ φιλονικίαι μεταξὺ διαφόρων πόλεων ἐδικάζοντο καὶ διηυθετοῦντο, Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 58, ὅθεν διορθωτέον (ἀντὶ -δίκαιον) ἐν Πολυβ. 23. 15, 4.
Greek Monolingual
κοινοδίκιον, τὸ (Α) κοινόδικος
1. ένωση πολλών πόλεων υπό την ίδια δικαιοδοσία
2. κοινό δικαστήριο πολλών πόλεων στο οποίο, με συμφωνημένο από κοινού δίκαιο, δικάζονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών τών πόλεων ή και ιδιωτικής φύσεως διαφορές
3. πάπ. αιγυπτιακό δικαστήριο που δίκαζε τις διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων.