λάλλαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lallai
|Transliteration C=lallai
|Beta Code=la/llai
|Beta Code=la/llai
|Definition=αἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pebbles]], from their [[prattling]] in the stream, restored for [[ἄλλαι]] in <span class="bibl">Theoc.22.39</span>, from Hsch., <span class="title">EM</span>555.47.</span>
|Definition=αἱ, [[pebbles]], from their [[prattling]] in the stream, restored for [[ἄλλαι]] in Theoc.22.39, from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''555.47.
}}
{{bailly
|btext=ῶν (αἱ) :<br />[[petits cailloux]].<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάλλαι''': -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν [[ὅταν]] κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.
|lstext='''λάλλαι''': -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν [[ὅταν]] κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάλλαι Medium diacritics: λάλλαι Low diacritics: λάλλαι Capitals: ΛΑΛΛΑΙ
Transliteration A: lállai Transliteration B: lallai Transliteration C: lallai Beta Code: la/llai

English (LSJ)

αἱ, pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
petits cailloux.
Étymologie: λᾶας.

Greek (Liddell-Scott)

λάλλαι: -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν ὅταν κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.

Greek Monolingual

λάλλαι, αἱ (Α)
βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].

Greek Monotonic

λάλλαι: αἱ (λαλέω), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο νερό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λάλλαι, ῶν, αἱ, λαλέω
pebbles, from their prattling in the stream, Theocr.