μαλθακώδης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malthakodis | |Transliteration C=malthakodis | ||
|Beta Code=malqakw/dhs | |Beta Code=malqakw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=μαλθακῶδες [[emollient]], Hp.''Ulc.''2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25: sed v. [[μαλθώδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαλθακώδης]], -ῶδές (AM) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άτολμος]]. | |mltxt=[[μαλθακώδης]], -ῶδές (AM) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άτολμος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, = [[μαλακοειδής]], Hippocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
μαλθακῶδες emollient, Hp.Ulc.2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25: sed v. μαλθώδης.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁπωσοῦν μαλακός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. μαλθώδης.
Greek Monolingual
μαλθακώδης, -ῶδές (AM) μαλθακός
μαλακτικός
μσν.
1. αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά
2. δειλός, άτολμος.
German (Pape)
ες, = μαλακοειδής, Hippocr.