πρόβραχυς: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provrachys | |Transliteration C=provrachys | ||
|Beta Code=pro/braxus | |Beta Code=pro/braxus | ||
|Definition=(sc. [[πούς]]), ὁ, | |Definition=(''[[sc.]]'' [[πούς]]), ὁ, [[probrachys]], a [[metrical]] [[foot]], consisting of one [[short]] and [[four]] [[long]] [[syllable]]s (e.g. rĕdūndāvērūnt), Diom.p.481 K. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(ενν. [[πους]]) [[είδος]] μετρικού [[πόδα]] ο [[οποίος]] αποτελείται από [[πέντε]] συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη [[είναι]] βραχεία και οι υπόλοιπες [[τέσσερεις]] μακρές, δηλ. U- - - -<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br />(ενν. [[πους]]) [[είδος]] μετρικού [[πόδα]] ο [[οποίος]] αποτελείται από [[πέντε]] συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη [[είναι]] βραχεία και οι υπόλοιπες [[τέσσερεις]] μακρές, δηλ. U- - - -<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προβρᾰχύς:''' έος ὁ (''[[sc.]]'' [[πούς]]) стих. пробрахий (стопа, начинающаяся с краткого слога). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, probrachys, a metrical foot, consisting of one short and four long syllables (e.g. rĕdūndāvērūnt), Diom.p.481 K.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(ενν. πους) είδος μετρικού πόδα ο οποίος αποτελείται από πέντε συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη είναι βραχεία και οι υπόλοιπες τέσσερεις μακρές, δηλ. U- - - -
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
προβρᾰχύς: έος ὁ (sc. πούς) стих. пробрахий (стопа, начинающаяся с краткого слога).