σπληνίτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=splinitis | |Transliteration C=splinitis | ||
|Beta Code=splhni/ths | |Beta Code=splhni/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> of or [[due to the spleen]], ὑδρωπισμός Diocl.Fr.47: fem. [[σπληνῖτης]], ιδος, ἡ<b class="b3">, φλέψ</b> a bloodvessel [[of the spleen]], Diog.Apoll.6, Hp.''Morb.''1.26, Ruf.''Onom.'' 200.<br><span class="bld">II</span> [[disease of the spleen]], <b class="b3">οἱ παλαιοί</b> ap.Gal.18(1).145. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει στη [[σπλήνα]] ή προέρχεται από αυτήν («[[σπληνίτης]] [[ὑδρωπισμός]]», Διοκλ. Καρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπλήν]], <i>σπληνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ( | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει στη [[σπλήνα]] ή προέρχεται από αυτήν («[[σπληνίτης]] [[ὑδρωπισμός]]», Διοκλ. Καρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπλήν]], <i>σπληνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[σιαγονίτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of or due to the spleen, ὑδρωπισμός Diocl.Fr.47: fem. σπληνῖτης, ιδος, ἡ, φλέψ a bloodvessel of the spleen, Diog.Apoll.6, Hp.Morb.1.26, Ruf.Onom. 200.
II disease of the spleen, οἱ παλαιοί ap.Gal.18(1).145.
German (Pape)
[Seite 922] ὁ, fem. σπληνῖτις, von der Milz; φλέψ, Milzblutader, Arist. H. A. 3, 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγονίτης)].