στρίφνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strifnos | |Transliteration C=strifnos | ||
|Beta Code=stri/fnos | |Beta Code=stri/fnos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[tough meat]] or [[gristly meat]], σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος [[LXX]] ''Jb.'' 20.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, tough meat or gristly meat, σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος LXX Jb. 20.18.
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, hartes, sehniges Fleisch, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
στρίφνος: ὁ, σὰρξ τραχεῖα, ἰνώδης καὶ τενοντώδης, Ἑβδ. (Ἰὼβ Κ´, 18). - Κατὰ Σουΐδ. «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν. ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».
Greek Monolingual
ὁ, Α στριφνός
1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν
ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».