ἀνισασμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anisasmos
|Transliteration C=anisasmos
|Beta Code=a)nisasmo/s
|Beta Code=a)nisasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[equalization]], <span class="bibl">Eust.42.6</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[equalization]], Eust.42.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[igualación]], [[ἐνταῦθα]] δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν Eust.42.6.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνῐσασμός''': ὁ, τὸ ἀνισάζειν, [[ἐξίσωσις]], Εὐστ. 42. 6.
|lstext='''ἀνῐσασμός''': ὁ, τὸ ἀνισάζειν, [[ἐξίσωσις]], Εὐστ. 42. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[igualación]], [[ἐνταῦθα]] δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν Eust.42.6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ἀνισασμός]]) [[ισασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τακτοποίηση]], η [[διευθέτηση]]<br /><b>2.</b> ο [[διακανονισμός]] (περιουσιακής διαφοράς)<br /><b>μσν.</b><br />η [[εξίσωση]], η [[εξομοίωση]].
|mltxt=ο (Μ [[ἀνισασμός]]) [[ισασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τακτοποίηση]], η [[διευθέτηση]]<br /><b>2.</b> ο [[διακανονισμός]] (περιουσιακής διαφοράς)<br /><b>μσν.</b><br />η [[εξίσωση]], η [[εξομοίωση]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Ausgleichung]]</i>, Eust.
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσασμός Medium diacritics: ἀνισασμός Low diacritics: ανισασμός Capitals: ΑΝΙΣΑΣΜΟΣ
Transliteration A: anisasmós Transliteration B: anisasmos Transliteration C: anisasmos Beta Code: a)nisasmo/s

English (LSJ)

ὁ, equalization, Eust.42.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
igualación, ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν Eust.42.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσασμός: ὁ, τὸ ἀνισάζειν, ἐξίσωσις, Εὐστ. 42. 6.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνισασμός) ισασμός
νεοελλ.
1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση
2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς)
μσν.
η εξίσωση, η εξομοίωση.

German (Pape)

ὁ, Ausgleichung, Eust.