ἐλαιοφυτεία: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elaiofyteia
|Transliteration C=elaiofyteia
|Beta Code=e)laiofutei/a
|Beta Code=e)laiofutei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[planting of olives]], St.Byz.s.v.[[Φελλεύς]].</span>
|Definition=ἡ, [[planting of olives]], St.Byz.s.v. [[Φελλεύς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[plantío de olivos]], [[olivar]] St.Byz.s.u. Φελλεύς.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοφῠτεία''': ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. [[φελλεύς]].
|lstext='''ἐλαιοφῠτεία''': ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. [[φελλεύς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[plantío de olivos]], [[olivar]] St.Byz.s.u. Φελλεύς.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐλαιοφυτεία]])<br /><b>1.</b> η [[φύτευση]] ελαιοδένδρων<br /><b>2.</b> [[έκταση]] γης φυτεμένη με ελιές, [[ελαιώνας]], λιόφυτο, [[λιοστάσι]].
|mltxt=η (AM [[ἐλαιοφυτεία]])<br /><b>1.</b> η [[φύτευση]] ελαιοδένδρων<br /><b>2.</b> [[έκταση]] γης φυτεμένη με ελιές, [[ελαιώνας]], λιόφυτο, [[λιοστάσι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοφῠτεία Medium diacritics: ἐλαιοφυτεία Low diacritics: ελαιοφυτεία Capitals: ΕΛΑΙΟΦΥΤΕΙΑ
Transliteration A: elaiophyteía Transliteration B: elaiophyteia Transliteration C: elaiofyteia Beta Code: e)laiofutei/a

English (LSJ)

ἡ, planting of olives, St.Byz.s.v. Φελλεύς.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ plantío de olivos, olivar St.Byz.s.u. Φελλεύς.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, Oelpflanzung, St. B. v. Φελλεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοφῠτεία: ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. φελλεύς.

Greek Monolingual

η (AM ἐλαιοφυτεία)
1. η φύτευση ελαιοδένδρων
2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι.