ἐμπεριγράφω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emperigrafo
|Transliteration C=emperigrafo
|Beta Code=e)mperigra/fw
|Beta Code=e)mperigra/fw
|Definition=[ᾰ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[comprehend in a thing]], v.l. for [[συμπ-]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.206</span> (Pass.); [[describe around]], κύκλον τηλία <span class="bibl">Poll.9.108</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], [[comprehend in a thing]], [[varia lectio|v.l.]] for [[συμπεριγράφω]], S.E.''P.''1.206 (Pass.); [[describe around]], κύκλον τηλία Poll.9.108.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[circunscribir]] τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices</i> Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero <i>Geom</i>.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares</i> Gr.Nyss.<i>Hom.Par</i>.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεριγράφω''': [[ἐμπεριλαμβάνω]], Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· [[περιγράφω]], Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.
|lstext='''ἐμπεριγράφω''': [[ἐμπεριλαμβάνω]], Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· [[περιγράφω]], Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[circunscribir]] τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices</i> Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero <i>Geom</i>.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares</i> Gr.Nyss.<i>Hom.Par</i>.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]].
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριγράφω Medium diacritics: ἐμπεριγράφω Low diacritics: εμπεριγράφω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: emperigráphō Transliteration B: emperigraphō Transliteration C: emperigrafo Beta Code: e)mperigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], comprehend in a thing, v.l. for συμπεριγράφω, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.

Spanish (DGE)

circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.

German (Pape)

[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.

Greek Monolingual

ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.