ῥωπογράφος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ῥωπογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=ῥωπογράφος | |Medium diacritics=ῥωπογράφος | ||
|Low diacritics=ρωπογράφος | |Low diacritics=ρωπογράφος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ropografos | |Transliteration C=ropografos | ||
|Beta Code=r(wpogra/fos | |Beta Code=r(wpogra/fos | ||
|Definition=[ | |Definition=[γρᾰ], ον, ([[ῥῶπος]]) [[one that paints petty subjects]] ([[ῥῶπες]], glossed as ὕλη καὶ ὑλώδη φυτά), such as [[still life]], like the Dutch masters, EM705.55, perhaps to be read in Donat.ad Ter.Eun. 253; cf. [[ῥυπαρογράφος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥωπογράφος''': -ον, ([[ῥῶπος]]) ὁ ζωγραφῶν πράγματα ἀνάξια λόγου, μηδαμινά, κοινὰ πράγματα ὡς οἱ Ὁλλανδοὶ ζωγράφοι, Welcker παρὰ τῷ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 1. 31, 397, Müller Archäol. d. Kunst § 163. 5· πρβλ. [[ῥυπαρογράφος]]: - ῥωπογραφία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μεγαλογραφία]], Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 166. | |lstext='''ῥωπογράφος''': -ον, ([[ῥῶπος]]) ὁ ζωγραφῶν πράγματα ἀνάξια λόγου, μηδαμινά, κοινὰ πράγματα ὡς οἱ Ὁλλανδοὶ ζωγράφοι, Welcker παρὰ τῷ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 1. 31, 397, Müller Archäol. d. Kunst § 163. 5· πρβλ. [[ῥυπαρογράφος]]: - [[ῥωπογραφία]], ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μεγαλογραφία]], Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 166. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]], ευτελή πράγματα» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].<br /><b>(II)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωπ</i>- του <i>ῥώψ</i> (Ι), <i>ῥωπός</i> «[[θάμνος]], χαμόδεντρο» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]], ευτελή πράγματα» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].<br /><b>(II)</b><br />ο / [[ῥωπογράφος]], ΝΑ<br />[[ζωγράφος]] που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωπ</i>- του <i>ῥώψ</i> (Ι), <i>ῥωπός</i> «[[θάμνος]], χαμόδεντρο» <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
[γρᾰ], ον, (ῥῶπος) one that paints petty subjects (ῥῶπες, glossed as ὕλη καὶ ὑλώδη φυτά), such as still life, like the Dutch masters, EM705.55, perhaps to be read in Donat.ad Ter.Eun. 253; cf. ῥυπαρογράφος.
German (Pape)
[Seite 855] kleine, gemeine, schlechte, geringfügige Gegenstände mit schlechten Farben malend, der Schmierer, Sudler, Pinsler; aber auch ein solcher, der kleinliche Gegenstände, Stillleben, Küchenstücke u. dgl., wie die holländischen Meister kunstreich u. natürlich darstellt, vgl. Plin. H. N. 35, 37 u. Welcker Philostr. imagg. 1, 31 p. 396.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωπογράφος: -ον, (ῥῶπος) ὁ ζωγραφῶν πράγματα ἀνάξια λόγου, μηδαμινά, κοινὰ πράγματα ὡς οἱ Ὁλλανδοὶ ζωγράφοι, Welcker παρὰ τῷ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 1. 31, 397, Müller Archäol. d. Kunst § 163. 5· πρβλ. ῥυπαρογράφος: - ῥωπογραφία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλογραφία, Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 166.
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥωπογράφος, ΝΑ
ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + -γράφος].
(II)
ο / ῥωπογράφος, ΝΑ
ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥωπ- του ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + -γράφος].