στρέφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strefos
|Transliteration C=strefos
|Beta Code=stre/fos
|Beta Code=stre/fos
|Definition=<b class="b3">στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς</b>, Hsch. (cf. [[στέρφος]], [[στρέφωσις]]).
|Definition=στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[στέρφος]], [[στρέφωσις]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Δωριείς) «[[στρέμμα]], [[δέρμα]], [[βύρσα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]] του αρχ. τ. [[στέρφος]] «[[δέρμα]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέρφος]]) από το αμάρτυρο ουδ. [[στρέφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -<i>στρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀμφι</i>-<i>στρεφής</i>, <i>εὐ</i>-<i>στρεφής</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Δωριείς) «[[στρέμμα]], [[δέρμα]], [[βύρσα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]] του αρχ. τ. [[στέρφος]] «[[δέρμα]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέρφος]]) από το αμάρτυρο ουδ. [[στρέφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -<i>στρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφιστρεφής]], [[εὐστρεφής]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέφος Medium diacritics: στρέφος Low diacritics: στρέφος Capitals: ΣΤΡΕΦΟΣ
Transliteration A: stréphos Transliteration B: strephos Transliteration C: strefos Beta Code: stre/fos

English (LSJ)

στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).

German (Pape)

[Seite 953] τό, = στέρφος, Hesych. στρέμμα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέφος: -εος, τό, = στρέμμα, «δέρμα βύρσα. Δωριεῖς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά του αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -στρεφής (πρβλ. ἀμφιστρεφής, εὐστρεφής)].