τετρακάμαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">*Stereom</b>" to "''*Stereom''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrakamaros
|Transliteration C=tetrakamaros
|Beta Code=tetraka/maros
|Beta Code=tetraka/maros
|Definition=[<b class="b3">κᾰ], ον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with four vaults]], Hero ''*Stereom''.2.1.</span>
|Definition=[κᾰ], ον [[with four vaults]], Hero ''*Stereom''.2.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] θόλους ή [[τέσσερεις]] αψίδες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετρακάμαρον</i><br />[[οικοδόμημα]] με [[τέσσερεις]] αψίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κάμαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[καμάρα]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] θόλους ή [[τέσσερεις]] αψίδες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετρακάμαρον</i><br />[[οικοδόμημα]] με [[τέσσερεις]] αψίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κάμαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[καμάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκάμᾰρος Medium diacritics: τετρακάμαρος Low diacritics: τετρακάμαρος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΑΜΑΡΟΣ
Transliteration A: tetrakámaros Transliteration B: tetrakamaros Transliteration C: tetrakamaros Beta Code: tetraka/maros

English (LSJ)

[κᾰ], ον with four vaults, Hero *Stereom.2.1.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θόλους ή τέσσερεις αψίδες
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρακάμαρον
οικοδόμημα με τέσσερεις αψίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κάμαρος (< καμάρα)].