λιγύπνους: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει...")
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λιγύπνους
|Medium diacritics=λιγύπνους
|Low diacritics=λιγύπνους
|Capitals=ΛΙΓΥΠΝΟΥΣ
|Transliteration A=ligýpnous
|Transliteration B=ligypnous
|Transliteration C=ligypnous
|Beta Code=ligu/pnous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[λιγύπνοος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και [[λιγύπνους]], -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δίπνοιος]] / [[θεόπνους]]].
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και [[λιγύπνους]], -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), [[πρβλ]]. [[δίπνοιος]] / [[θεόπνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιγύπνους Medium diacritics: λιγύπνους Low diacritics: λιγύπνους Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΥΣ
Transliteration A: ligýpnous Transliteration B: ligypnous Transliteration C: ligypnous Beta Code: ligu/pnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λιγύπνοος.

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].