παιγνιώδης: Difference between revisions

m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0438.png Seite 438]] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος [[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0438.png Seite 438]] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος [[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παιγνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀστεῖος]], διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ [[παιγνιώδης]] [[διάθεσις]], ὁ [[ἀστεῖος]] [[χαρακτήρ]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
|btext=ης, ες:<br />[[qui se fait par jeu]].<br />'''Étymologie:''' [[παίγνιον]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες :<br />qui se fait par jeu.<br />'''Étymologie:''' [[παίγνιον]], -ωδης.
|elrutext='''παιγνιώδης:''' [[служащий для забавы]], [[веселый]] Xen., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[παιγνιώδης]], -ῶδες) [[παίγνιον]]<br />[[διασκεδαστικός]], [[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιγνιῶδες</i><br />εύθυμη [[διάθεση]], [[αστείος]] [[χαρακτήρας]] («[[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιωδώς</i> (Α παιγνιωδῶς)<br />με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.
|mltxt=-ες (Α [[παιγνιώδης]], -ῶδες) [[παίγνιον]]<br />[[διασκεδαστικός]], [[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιγνιῶδες</i><br />εύθυμη [[διάθεση]], [[αστείος]] [[χαρακτήρας]] («[[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιωδώς</i> (Α παιγνιωδῶς)<br />με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιγνιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παιχνιδιάρικος]], [[διασκεδαστικός]], σε Πλούτ.· <i>τὸπαιγνιώδες</i>, παιχνιδιάρικη [[διάθεση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''παιγνιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παιχνιδιάρικος]], [[διασκεδαστικός]], σε Πλούτ.· <i>τὸπαιγνιώδες</i>, παιχνιδιάρικη [[διάθεση]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παιγνιώδης:''' служащий для забавы, веселый Xen., Plut.
|lstext='''παιγνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀστεῖος]], διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ [[παιγνιώδης]] [[διάθεσις]], ὁ [[ἀστεῖος]] [[χαρακτήρ]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παιγνι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[playful]], [[sportive]], Plut.: τὸ παιγνιῶδες [[playfulness]], Xen.
|mdlsjtxt=παιγνι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[playful]], [[sportive]], Plut.: τὸ παιγνιῶδες [[playfulness]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 8 January 2023

English (LSJ)

ες, = παίγνιος (playful, sportive, droll), Plu. Ages. 2 ; τὸ π. playfulness, X. HG 2.3.56 ; τὸ παιγνιωδέστερον Id. Smp. 2.26.

German (Pape)

[Seite 438] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίγνιον, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.

Russian (Dvoretsky)

παιγνιώδης: служащий для забавы, веселый Xen., Plut.

Greek Monolingual

-ες (Α παιγνιώδης, -ῶδες) παίγνιον
διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες
εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήραςμήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.).
επίρρ...
παιγνιωδώς (Α παιγνιωδῶς)
με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παιγνιώδης: -ες (εἶδος), παιχνιδιάρικος, διασκεδαστικός, σε Πλούτ.· τὸπαιγνιώδες, παιχνιδιάρικη διάθεση, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παιγνιώδης: -ες, (εἶδος) ἀστεῖος, διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ παιγνιώδης διάθεσις, ὁ ἀστεῖος χαρακτήρ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.

Middle Liddell

παιγνι-ώδης, ες εἶδος
playful, sportive, Plut.: τὸ παιγνιῶδες playfulness, Xen.