γναφικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφικός]], -ή, -όν)<br />ο [[γναφευτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφικός]], -ή, -όν)<br />ο [[γναφευτικός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=weichere Form für [[κναφικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
v. κναφικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γναφικός, -ή, -όν, Α και κναφικός, -ή, -όν)
ο γναφευτικός.
German (Pape)
weichere Form für κναφικός.