Σαρδιανικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σαρδιᾱνικός:''' сардский Arph.
|elrutext='''Σαρδιᾱνικός:''' [[сардский]] Arph.
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδιανικός Medium diacritics: Σαρδιανικός Low diacritics: Σαρδιανικός Capitals: ΣΑΡΔΙΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Sardianikós Transliteration B: Sardianikos Transliteration C: Sardianikos Beta Code: *sardianiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of Sardes.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Σαρδιανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

Σαρδιᾱνικός: сардский Arph.