λείψανδρος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λείψανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] ανδρικού πληθυσμού<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψ</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), | |mltxt=[[λείψανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] ανδρικού πληθυσμού<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψ</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[άνανδρος]], [[φίλανδρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:49, 23 August 2021
English (LSJ)
v. λειψανδρία.
German (Pape)
[Seite 27] den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.
Greek Monolingual
λείψανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού
2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].