τελεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη [[διαδικασία]] ωρίμασης τών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>τελειό</i>-<i>καρπος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη [[διαδικασία]] ωρίμασης τών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[τελειόκαρπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσίκαρπος Medium diacritics: τελεσίκαρπος Low diacritics: τελεσίκαρπος Capitals: ΤΕΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: telesíkarpos Transliteration B: telesikarpos Transliteration C: telesikarpos Beta Code: telesi/karpos

English (LSJ)

ον, bringing its fruit to maturity, ἄμπελος Str. 15.1.8.

German (Pape)

[Seite 1085] = τελεόκαρπος, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσίκαρπος: -ον, καὶ -καρπέω, = τελειόκ-, Στράβ. 687, 831.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειόκαρπος)].