μεταγίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ματαγίνομαι (ΑM [[μεταγίγνομαι]] και [[μεταγίνομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] εκ νέου, [[ξαναγίνομαι]], αναδημιουργούμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[κάτι]] διαφορετικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> μεταφέρομαι, απάγομαι [[μακριά]] («Ἱερεμίας ὁ [[προφήτης]] ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῑν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.).
|mltxt=και ματαγίνομαι (ΑM [[μεταγίγνομαι]] και [[μεταγίνομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] εκ νέου, [[ξαναγίνομαι]], αναδημιουργούμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[κάτι]] διαφορετικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> μεταφέρομαι, απάγομαι [[μακριά]] («Ἱερεμίας ὁ [[προφήτης]] ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῖν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγίνομαι Medium diacritics: μεταγίνομαι Low diacritics: μεταγίνομαι Capitals: ΜΕΤΑΓΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: metagínomai Transliteration B: metaginomai Transliteration C: metaginomai Beta Code: metagi/nomai

English (LSJ)

later form for μεταγίγνομαι.

Greek Monolingual

και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι)
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι
μσν.
γίνομαι κάτι διαφορετικό
αρχ.
1. γίνομαι κατόπιν
2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῖν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.).