κατασβήνω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κατασβεννύω, Α και [[κατασβέννυμι]])<br /><b>1.</b> [[σβήνω]] εντελώς (α. «ο [[πυροσβέστης]] κατέσβησε τη [[φωτιά]]» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]] («σμικρόν [[ῥῆμα]] κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]] («δέξαι με, ὦ [[θάλασσα]], δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποξηραίνω]] («ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[κοπάζω]] («τὸ πνεῡμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῑν καὶ λεῑον παρεῖχε», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=(AM [[κατασβεννύω]], Α και [[κατασβέννυμι]])<br /><b>1.</b> [[σβήνω]] εντελώς (α. «ο [[πυροσβέστης]] κατέσβησε τη [[φωτιά]]» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]] («σμικρόν [[ῥῆμα]] κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]] («δέξαι με, ὦ [[θάλασσα]], δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποξηραίνω]] («ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[κοπάζω]] («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», Πλούτ.).