επιτέλλω: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιτέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατάσσω]], [[δίνω]] [[εντολή]], [[παραγγέλλω]] (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἡνιόχῳ μὲν [[ἔπειτα]] ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] [[κάτι]], [[καθορίζω]] με [[διαταγή]] («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ολοκληρώνω]] - [[ανατέλλω]]»].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[ἐπιτέλλω]])<br />(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, [[ανατέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐπιτέλλομαι</i><br />(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, [[ἡνίκα]] περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῑς θάλλει ἀεξομένη», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ανατέλλω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιτέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατάσσω]], [[δίνω]] [[εντολή]], [[παραγγέλλω]] (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἡνιόχῳ μὲν [[ἔπειτα]] ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] [[κάτι]], [[καθορίζω]] με [[διαταγή]] («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ολοκληρώνω]] - [[ανατέλλω]]»].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[ἐπιτέλλω]])<br />(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, [[ανατέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐπιτέλλομαι</i><br />(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, [[ἡνίκα]] περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῖς θάλλει ἀεξομένη», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ανατέλλω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

(I)
ἐπιτέλλω (Α)
1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ.
β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ολοκληρώνω - ανατέλλω»].
(II)
ἐπιτέλλω)
(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, ανατέλλω
αρχ.
παθ. ἐπιτέλλομαι
(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, ἡνίκα περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῖς θάλλει ἀεξομένη», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ανατέλλω»].