τετραγενής: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetragenis
|Transliteration C=tetragenis
|Beta Code=tetragenh/s
|Beta Code=tetragenh/s
|Definition=ές, dub. l. in <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>55</span> ([[epithet]] of [[ὕλη]]).
|Definition=τετραγενές, dub. l. in Orph.''Fr.''55 ([[epithet]] of [[ὕλη]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῦς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μικρβλ.)</b> (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με [[διαίρεση]] [[προς]] δύο διευθύνσεις, ενώ τα [[τέσσερα]] στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. [[τετραδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῦς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μικρβλ.)</b> (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με [[διαίρεση]] [[προς]] δύο διευθύνσεις, ενώ τα [[τέσσερα]] στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. [[τετραδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[διγενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰγενής Medium diacritics: τετραγενής Low diacritics: τετραγενής Capitals: ΤΕΤΡΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: tetragenḗs Transliteration B: tetragenēs Transliteration C: tetragenis Beta Code: tetragenh/s

English (LSJ)

τετραγενές, dub. l. in Orph.Fr.55 (epithet of ὕλη).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῦς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(μικρβλ.) (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με διαίρεση προς δύο διευθύνσεις, ενώ τα τέσσερα στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. τετραδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. διγενής].