τετραγενής

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰγενής Medium diacritics: τετραγενής Low diacritics: τετραγενής Capitals: ΤΕΤΡΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: tetragenḗs Transliteration B: tetragenēs Transliteration C: tetragenis Beta Code: tetragenh/s

English (LSJ)

τετραγενές, dub. l. in Orph.Fr.55 (epithet of ὕλη).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῦς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(μικρβλ.) (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με διαίρεση προς δύο διευθύνσεις, ενώ τα τέσσερα στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. τετραδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. διγενής].