διγενής
From LSJ
English (LSJ)
διγενές, of doubtful sex, Eust.150.27.
Spanish (DGE)
-ές
1 que tiene los dos sexos, hermafrodita Sud.s.u. ἄρρεν
•gram. de dos géneros ἐπίθετα Sch.D.T.553.11, cf. Eust.150.27, 315.31.
2 adv. -ῶς con dos géneros λέγονται δ. Eust.315.4.
German (Pape)
[Seite 615] ές, von doppeltem Geschlecht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διγενής: -ές, ὁ διπλοῦ γένους ὤν, Εὐστ. 150. 27.
Greek Monolingual
-ές (ΜΝ) και δίγενος, -η, -ο
1. ερμαφρόδιτος, αρσενικοθήλυκος
2. αυτός που κατάγεται από δύο γένη, εθνότητες
3. το ουδ. ως ουσ. το διγενές
η ιδιότητα του διγενούς («τὸ διγενὲς τῶν τε θεαινῶν καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ἀρρένων», Ευστ.)
4. γραμμ. α) (για ουσιαστικά) αυτά που αναφέρονται και στα δύο φυσικά γένη
β) (για επίθετα) αυτά που έχουν την ίδια κατάληξη και για τα δύο φυσικά γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -γενής < γένος].