ἀκρόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρόχειρ]] (-χειρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό και [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο «[[ανδροφόνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]]<br />μεταγενέστερη λ. [[αντί]] του [[ἄκρα]] [[χείρ]], | |mltxt=[[ἀκρόχειρ]] (-χειρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό και [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο «[[ανδροφόνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]]<br />μεταγενέστερη λ. [[αντί]] του [[ἄκρα]] [[χείρ]], [[πρβλ]]. και [[ἀκρόπους]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:51, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Vorderarm, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόχειρ: χειρος, ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄκρα χείρ, ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ κάτω μέρος, ενῷ ἡ λέξις χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ ἀκρόχειρον, τό, πρβλ. ἀκρόπους. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀκρόχειρ, ἀνδροφόνος.»
Spanish (DGE)
-χειρος, ὁ
• Morfología: [gen. plu. -χέρων Hymn.Id.Dact.13]
asesino, Hymn.Id.Dact.l.c., EMα 723, cf. ἀκρόχειρος.
Greek Monolingual
ἀκρόχειρ (-χειρος), ο (Α)
1. το μέρος του χεριού από τον καρπό και κάτω
2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + χείρ
μεταγενέστερη λ. αντί του ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους.