δακρυσταγής: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
|lstext='''δακρυσταγής''': -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δακρυστᾰγής) -ές<br />[[lacrimoso]], [[lloroso]], [[γόος]] Tim.15.100, πόνοι Meth.<i>Symp</i>.291.
|dgtxt=(δακρυστᾰγής) -ές<br />[[lacrimoso]], [[lloroso]], [[γόος]] Tim.15.100, πόνοι Meth.<i>Symp</i>.291.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δακρυσταγής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]] ([[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]])].
|mltxt=[[δακρυσταγής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]] ([[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]])].
}}
{{ls
|lstext='''δακρυσταγής''': -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.
}}
}}

Latest revision as of 06:20, 31 May 2024

Spanish (DGE)

(δακρυστᾰγής) -ές
lacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.

Greek Monolingual

δακρυσταγής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -σταγής < στάζω (πρβλ. αιμοσταγής)].

Greek (Liddell-Scott)

δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.