ευθήμων: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη [[σίττη]]... [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]], [[γεμάτος]] ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε [[τάξη]] τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>α</i>-<i>θή</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. -<i>θη</i>-, του [[τίθημι]]) <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. <i>υπο</i>-<i>θήμων</i>)].
|mltxt=[[εὐθήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη [[σίττη]]... [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]], [[γεμάτος]] ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε [[τάξη]] τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>α</i>-<i>θή</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. -<i>θη</i>-, του [[τίθημι]]) <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[υποθήμων]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

εὐθήμων, -ον (Α)
1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.)
2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + α-θή-μων (< ρ. -θη-, του τίθημι) + επίθ. -μων (πρβλ. υποθήμων)].