ευθυγενής: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθυγενής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ο [[πρωτότοκος]]<br /><b>2.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>3.</b> (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὐθυγενής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ο [[πρωτότοκος]]<br /><b>2.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>3.</b> (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. [[αγενής]], [[ευγεννής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐθυγενής, -ές (ΑΜ)
1. ο πρωτότοκος
2. ο νεογέννητος
3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γενής < γένος (πρβλ. αγενής, ευγεννής)].