εύεδρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔεδρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> ο [[κρύσταλλος]] που έχει κανονικές έδρες ή [[καθετί]] που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[έδρα]], λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάθεται καλά, [[στέρεα]]<br /><b>3.</b> εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος<br /><b>4.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο [[εΰσσελμος]]<br /><b>5.</b> ο [[ταιριαστός]], ο [[αρμόδιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καθέδρα]] [[εὔεδρος]]» — ασφαλές [[κάθισμα]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — [[οιωνός]] που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐέδρως</i> (Α)<br />βεβαίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔεδρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> ο [[κρύσταλλος]] που έχει κανονικές έδρες ή [[καθετί]] που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[έδρα]], λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάθεται καλά, [[στέρεα]]<br /><b>3.</b> εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος<br /><b>4.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο [[εΰσσελμος]]<br /><b>5.</b> ο [[ταιριαστός]], ο [[αρμόδιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καθέδρα]] [[εὔεδρος]]» — ασφαλές [[κάθισμα]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — [[οιωνός]] που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐέδρως</i> (Α)<br />βεβαίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]), [[πρβλ]]. [[πολύεδρος]], [[πρόεδρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔεδρος, -ον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που κάθεται καλά, στέρεα
3. εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος
4. (για πλοίο) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο εΰσσελμος
5. ο ταιριαστός, ο αρμόδιος
6. φρ. «καθέδρα εὔεδρος» — ασφαλές κάθισμα πάνω στο άλογο
7. φρ. «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — οιωνός που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.).
επίρρ...
εὐέδρως (Α)
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύεδρος, πρόεδρος].