εύμυκος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμυκος]], -ον (Α)<br />αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει [[δυνατά]] («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ερί</i>-<i>μυχος</i>, <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
|mltxt=[[εὔμυκος]], -ον (Α)<br />αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει [[δυνατά]] («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[ερίμυχος]], [[μεγάμυκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερίμυχος, μεγάμυκος].