ησυχή: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσυχῇ]] και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[ήσυχα]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, σιωπηρά, [[αργά]], [[σιγά]] («[[ἡσυχῇ]] γελάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... [[ἡσυχῇ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με ψυχική [[γαλήνη]], με ήρεμη [[διάθεση]], με ήσυχη [[διάθεση]] («[[ἡσυχῇ]] καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]]<br /><b>6.</b> λίγο, [[ελαφρά]] («[[ἡσυχῇ]] κεκλιμένον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ῂ</i>, ([[πρβλ]]. <i>κοιν</i>-<i>ῇ</i>].
|mltxt=[[ἡσυχῇ]] και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[ήσυχα]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, σιωπηρά, [[αργά]], [[σιγά]] («[[ἡσυχῇ]] γελάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... [[ἡσυχῇ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με ψυχική [[γαλήνη]], με ήρεμη [[διάθεση]], με ήσυχη [[διάθεση]] («[[ἡσυχῇ]] καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]]<br /><b>6.</b> λίγο, [[ελαφρά]] («[[ἡσυχῇ]] κεκλιμένον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ῂ</i>, ([[πρβλ]]. [[κοινῇ]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)
επίρρ.
1. ήρεμα, ήσυχα
2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγάἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.)
3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.)
4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεσηἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)
5. μυστικά, κρυφά
6. λίγο, ελαφράἡσυχῇ κεκλιμένον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + επίρρ. κατάλ. -, (πρβλ. κοινῇ].