ηπατοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡπατοσκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το [[ήπαρ]] και μαντεύει από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηπατο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] ([[πρβλ]]. <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>)].
|mltxt=[[ἡπατοσκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το [[ήπαρ]] και μαντεύει από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηπατο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] ([[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνοσκόπος)].