θυλάκιο: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[θυλάκιον]])<br />[[μικρός]] [[θύλακος]], [[σακίδιο]], [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τσέπη]], ο [[θύλακος]] που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[μικρός]] [[κυστικός]] [[σχηματισμός]] που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό [[επιθήλιο]] και αποτελεί [[στοιχείο]] πολλών οργάνων του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[θήκη]] του σπέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. <i>κελύφ</i>-<i>ιον</i>, <i>ωτ</i>-<i>ίον</i>)].
|mltxt=το (Α [[θυλάκιον]])<br />[[μικρός]] [[θύλακος]], [[σακίδιο]], [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τσέπη]], ο [[θύλακος]] που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[μικρός]] [[κυστικός]] [[σχηματισμός]] που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό [[επιθήλιο]] και αποτελεί [[στοιχείο]] πολλών οργάνων του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[θήκη]] του σπέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[κελύφιον]], [[ωτίον]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α θυλάκιον)
μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι
νεοελλ.
1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων
2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών οργάνων του σώματος
αρχ.
η θήκη του σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κελύφιον, ωτίον)].