Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>πυρο</i>-[[βόλος]], <i>σφαιρο</i>-[[βόλος]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>φυλλο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]], [[σφαιροβόλος]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]], [[φυλλοβόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 24 August 2021

Greek Monolingual

(I)
-ον (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
(για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος, σφαιροβόλος.
(II)
-ο (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός («ιοβόλοι αδένες»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοβόλα
τα δηλητηριώδη ζώα
3. μτφ. μοχθηρός, συκοφάντης, κακόβουλος
αρχ.
1. (για βέλος) βαμμένο με δηλητήριο ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες
2. φρ. «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — τίτλος έργου του Φιλουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, φυλλοβόλος.