ισχνογάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που έχει ισχνή τη [[γαστέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. <i>ευρυ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>γάστωρ</i>].
|mltxt=ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που έχει ισχνή τη [[γαστέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. [[ευρυγάστωρ]], [[μεγαλογάστωρ]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)
(για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυγάστωρ, μεγαλογάστωρ].