κακογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Μ [[κακογράφος]])<br />αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει [[κακό]] γραφικό χαρακτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] ([[πρβλ]]. <i>ορθο</i>-[[γράφος]], <i>ψευδο</i>-[[γράφος]]). Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη [[λέξη]], αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] ([[πρβλ]]. [[κακόγραφος]]) που της προσδίδει παθητική σημ.].
|mltxt=ο, η (Μ [[κακογράφος]])<br />αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει [[κακό]] γραφικό χαρακτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] ([[πρβλ]]. [[ορθογράφος]], [[ψευδογράφος]]). Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη [[λέξη]], αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] ([[πρβλ]]. [[κακόγραφος]]) που της προσδίδει παθητική σημ.].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht schreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακογράφος: ὁ, ὁ γράφων κακῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καλλιγράφος, Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 287, 43.

Greek Monolingual

ο, η (Μ κακογράφος)
αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γράφος (πρβλ. ορθογράφος, ψευδογράφος). Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. κακόγραφος) που της προσδίδει παθητική σημ.].