ψευδογράφος
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A a drawer of false diagrams, Arist.SE171b35, al.
2 writer of falsehoods, Thom.Mag. p.224 R.: = falsarius, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1394] falsch schreibend, zeichnend, bes. eine mathematische Figur, Arist. soph. el. 11.
Russian (Dvoretsky)
ψευδογράφος: ὁ делающий неправильные чертежи Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ψευδῆ γεωμετρικὰ σχήματα, ψευδεῖς γεωμετρικοὺς ὑπολογισμούς, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγ. 11, 6. 2) ὁ γράφων ψεύδη, Θωμ. Μάγιστρ. 158.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που γράφει ψεύδη, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια
αρχ.
αυτός που σχεδιάζει εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα ή που κάνει εσφαλμένους γεωμετρικούς υπολογισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -γράφος].