καλώδιο: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[καλῴδιον]])<br />[[σχοινί]] μέτριου πάχους, [[μικρός]] [[κάλως]], [[παλαμάρι]] («καλῳδίῳ ἐν | |mltxt=το (AM [[καλῴδιον]])<br />[[σχοινί]] μέτριου πάχους, [[μικρός]] [[κάλως]], [[παλαμάρι]] («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) [[αγωγός]] ή [[σύνολο]] αγωγών, με ή [[χωρίς]] [[μόνωση]], που εξυπηρετεί τη [[μεταφορά]] ηλεκτρικής ενέργειας ή τη [[μετάδοση]] τηλεπικοινωνιακών σημάτων και που μπορεί να αποτελείται από έναν (μονόκλωνο) ή περισσότερους κλώνους (πολύκλωνο)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>καλώδια</i><br />όλα τα [[σχοινιά]] που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τών ιστίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλως]], <i>ὁ</i> «χοντρό [[σχοινί]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>ζω</i>-[[ίδιον]] > [[ζῴδιον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:59, 18 June 2022
Greek Monolingual
το (AM καλῴδιον)
σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή τη μετάδοση τηλεπικοινωνιακών σημάτων και που μπορεί να αποτελείται από έναν (μονόκλωνο) ή περισσότερους κλώνους (πολύκλωνο)
2. ναυτ. στον πληθ. καλώδια
όλα τα σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ζω-ίδιον > ζῴδιον)].