καπνάς: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[καλλιέργεια]] του καπνού<br /><b>2.</b> [[εργάτης]] που ασχολείται με την [[κατεργασία]] φύλλων καπνού, ο [[καπνεργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>τζαμ</i>-<i>άς</i>, <i>ψωμ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[καλλιέργεια]] του καπνού<br /><b>2.</b> [[εργάτης]] που ασχολείται με την [[κατεργασία]] φύλλων καπνού, ο [[καπνεργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[τζαμάς]], [[ψωμάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του καπνού
2. εργάτης που ασχολείται με την κατεργασία φύλλων καπνού, ο καπνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -άς (πρβλ. τζαμάς, ψωμάς)].