κατώφορος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoforos | |Transliteration C=katoforos | ||
|Beta Code=katw/foros | |Beta Code=katw/foros | ||
|Definition= | |Definition=κατώφορον, [[having a downward tendency]], Phlp.''in Mete.''30.19, Simp.''in Ph.''671.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
κατώφορον, having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.
German (Pape)
[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
Greek Monolingual
κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].