κελλάρι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κελάρι]], το (Α [[κελλάριον]], Μ [[κελάριον]], [[κελλάριον]], [[κελάριν]], κελλάριν, [[κελάρι]] και [[κελλάρι]])<br />[[αποθήκη]] τροφίμων ή κρασιού<br /><b>μσν.</b><br />[[δωμάτιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («[[κελλάριον]] τριλάγυνον» — [[αγγείο]] σύνθετο με [[τρεις]] υποδοχές, πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. <i>κοιτ</i>-<i>άριον</i>, <i>ψυχ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=και [[κελάρι]], το (Α [[κελλάριον]], Μ [[κελάριον]], [[κελλάριον]], [[κελάριν]], κελλάριν, [[κελάρι]] και [[κελλάρι]])<br />[[αποθήκη]] τροφίμων ή κρασιού<br /><b>μσν.</b><br />[[δωμάτιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («[[κελλάριον]] τριλάγυνον» — [[αγγείο]] σύνθετο με [[τρεις]] υποδοχές, πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[κοιτάριον]], [[ψυχάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι)
αποθήκη τροφίμων ή κρασιού
μσν.
δωμάτιο
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» — αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + κατάλ. -άριον (πρβλ. κοιτάριον, ψυχάριον)].