κηροδοσία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κεροδοσία, η (Μ [[κηροδοσία]] και κεροδοσία)<br />η [[προσφορά]] κεριών, το [[σύνολο]] τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η συνολική ή η ετήσια [[ποσότητα]] του κεριού που χρειάζεται [[ένας]] [[ναός]] ή μια [[μονή]] για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες<br /><b>μσν.</b><br />[[φόρος]] κεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=και κεροδοσία, η (Μ [[κηροδοσία]] και κεροδοσία)<br />η [[προσφορά]] κεριών, το [[σύνολο]] τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η συνολική ή η ετήσια [[ποσότητα]] του κεριού που χρειάζεται [[ένας]] [[ναός]] ή μια [[μονή]] για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες<br /><b>μσν.</b><br />[[φόρος]] κεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[ασυδοσία]], [[εργοδοσία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
κηροδοσία: ἡ, φόρος κηροῦ, Συμεὼν Θεσσαλ. περὶ Τελετ. καὶ Μυστηρ. κ. 10 καὶ 11, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία)
η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή
νεοελλ.
η συνολική ή η ετήσια ποσότητα του κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες
μσν.
φόρος κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. ασυδοσία, εργοδοσία].