κεφαλών: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalon
|Transliteration C=kefalon
|Beta Code=kefalw/n
|Beta Code=kefalw/n
|Definition=ῶνος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fan-palm]], [[Chamaerops humilis]], Pall.<span class="title">Agr.</span>5.4.5. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[κεφαλωτόν]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1118.12</span> (i B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[capito]], Gloss.</span>
|Definition=ῶνος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[fan-palm]], [[Chamaerops humilis]], Pall.''Agr.''5.4.5.<br><span class="bld">II</span> = [[κεφαλωτόν]], ''BGU''1118.12 (i B.C.).<br><span class="bld">III</span> = [[capito]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την [[ονομασία]] [[χαμαίρωψ]] ο [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> το κεφαλωτόν, το [[φυτό]] [[πράσο]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοκέφαλος]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> / -<i>ώνος</i> ([[πρβλ]]. <i>πευκ</i>-<i>ών</i>, <i>πυλ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=[[κεφαλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την [[ονομασία]] [[χαμαίρωψ]] ο [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> το κεφαλωτόν, το [[φυτό]] [[πράσο]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοκέφαλος]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> / -<i>ώνος</i> ([[πρβλ]]. [[πευκών]], [[πυλών]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλών Medium diacritics: κεφαλών Low diacritics: κεφαλών Capitals: ΚΕΦΑΛΩΝ
Transliteration A: kephalṓn Transliteration B: kephalōn Transliteration C: kefalon Beta Code: kefalw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,
A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5.
II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.).
III = capito, Glossaria.

Greek Monolingual

κεφαλών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός
2. το κεφαλωτόν, το φυτό πράσο
3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ων / -ώνος (πρβλ. πευκών, πυλών)].