κοινοδημεί: Difference between revisions
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινοδημεί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) με τον τρόπο του κοινοδημίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοινοδήμ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i>, που δηλώνει τρόπο ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοινοδημεί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) με τον τρόπο του κοινοδημίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοινοδήμ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i>, που δηλώνει τρόπο ([[πρβλ]]. [[αυθωρεί]], [[ηρεμεί]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1468] von Staats wegen, Suid., f. l.
Greek Monolingual
κοινοδημεί (Α)
επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο του κοινοδημίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ-ιον + επιρρμ. κατάλ. -εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρεί, ηρεμεί)].