λειψιφαής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leipsifais
|Transliteration C=leipsifais
|Beta Code=leiyifah/s
|Beta Code=leiyifah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[waning]], σελήνη <span class="bibl">Max.455</span>, cf. <span class="bibl">Heph.Astr.2.34</span>.</span>
|Definition=λειψιφαές, [[waning]], σελήνη Max.455, cf. Heph.Astr.2.34.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειψιφαής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. [[λειψίφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. <i>νυκτο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>, σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
|mltxt=[[λειψιφαής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. [[λειψίφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. [[νυκτοφαής]], [[χρυσοφαής]], σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψῐφᾰής Medium diacritics: λειψιφαής Low diacritics: λειψιφαής Capitals: ΛΕΙΨΙΦΑΗΣ
Transliteration A: leipsiphaḗs Transliteration B: leipsiphaēs Transliteration C: leipsifais Beta Code: leiyifah/s

English (LSJ)

λειψιφαές, waning, σελήνη Max.455, cf. Heph.Astr.2.34.

German (Pape)

[Seite 27] μήνη, mit abnehmendem Lichte, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λειψῐφαής: -ές, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἧς τὸ φῶς ἐλαττοῦται, ἀπολείπει, μήνη Μάξιμ. π. κατ. 455· ὡσαύτως, λειψίφωτος, ον, Παῦλ. Αἰγ. 2· λειψίφως Εὐστ. 811. 63.

Greek Monolingual

λειψιφαής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτοφαής, χρυσοφαής, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].