λιγοστός: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ολιγοστός]] -ή, -ό (AM [[ὀλιγοστός]] -ή, -όν Α, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και [[λιγοστός]], -ή, -όν)<br />ο πολύ [[λίγος]], [[ολιγάριθμος]] ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη [[συγκέντρωση]]» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένας]] από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιγοστά</i> (Α ὀλιγοστῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεπαρκώς<br /><b>αρχ.</b><br />σε πολύ λίγο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> ποσοστιαία κατάλ. -(<i>ο</i>)<i>στός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[ολιγοστός]] -ή, -ό (AM [[ὀλιγοστός]] -ή, -όν Α, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και [[λιγοστός]], -ή, -όν)<br />ο πολύ [[λίγος]], [[ολιγάριθμος]] ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη [[συγκέντρωση]]» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένας]] από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιγοστά</i> (Α ὀλιγοστῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεπαρκώς<br /><b>αρχ.</b><br />σε πολύ λίγο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> ποσοστιαία κατάλ. -(<i>ο</i>)<i>στός</i> ([[πρβλ]]. [[εκατοστός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:23, 8 May 2023
Greek Monolingual
και ολιγοστός -ή, -ό (AM ὀλιγοστός -ή, -όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και λιγοστός, -ή, -όν)
ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», Αριστοτ.)
αρχ.
ένας από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», Πλούτ.)
επίρρ...
λιγοστά (Α ὀλιγοστῶς)
νεοελλ.
ανεπαρκώς
αρχ.
σε πολύ λίγο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + ποσοστιαία κατάλ. -(ο)στός (πρβλ. εκατοστός)].