μιαουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μιαουλίζω (Μ [[μιαουρίζω]] και μιαουλίζω και [[μιαγουρίζω]])<br />[[νιαουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ηχομιμητική λ. <i>μιάου</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρίζω</i> ([[πρβλ]]. <i>νιαου</i>-<i>ρίζω</i>)].
|mltxt=και μιαουλίζω (Μ [[μιαουρίζω]] και μιαουλίζω και [[μιαγουρίζω]])<br />[[νιαουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ηχομιμητική λ. <i>μιάου</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρίζω</i> ([[πρβλ]]. [[νιαουρίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω)
νιαουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. νιαουρίζω)].